- κατατακτήριος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάταξη2. φρ. «κατατακτήριες εξετάσεις» — οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται οι μαθητές για να καταταγούν στην τάξη που αναλογεί στους τίτλους και στις γνώσεις τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 σε βασιλικό διάταγμα].
Dictionary of Greek. 2013.